- μαγειρικῆς
- μαγειρικόςfit for a cookfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
Τσελεμεντές, Νικόλαος — (1878 – 1969). Δάσκαλος της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής. Καταγόταν από τη Σίφνο και αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος συμβολαιογραφείου. Eπειδή είχε εξαιρετική κλίση στη μαγειρική, εγκατέλειψε το συμβολαιογραφείο και πήγε στη Βιέννη, όπου… … Dictionary of Greek
τσελεμεντές — ο, Ν βιβλίο με συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το όν. Τσελεμεντές, τού συγγραφέα βιβλίου μαγειρικής] … Dictionary of Greek
Μπριγιά-Σαβαρέν, Αντέλμ — (Andhelme Brillat Savarin, Μπελέ 1755 – Παρίσι 1826). Γάλλος λόγιος. Η λαμπρή δικαστική σταδιοδρομία του και η αγάπη του προς τη μόρφωση τον βοήθησαν να γράψει νομικές και αρχαιολογικές μελέτες, αλλά και δοκίμια πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, τη… … Dictionary of Greek
поварьство — ПОВАРЬСТВ|О (2*), А с. Приготовление пищи, кушаний: блюдите иже о поварьствѣ. кака брашна бра(т)и варите и пристра˫аете. (κατὰ τὸ ἑψητήριον) ФСт XIV/XV, 175а; ли поварьство реку. ли хлѣботворенье. ли орющии. ли ловѧщии ли инии. (μαγειρικῆς) Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
δειπνοσοφιστής — δειπνοσοφιστής, ο (Α) 1. αυτός που ξέρει καλά τα μυστικά της μαγειρικής 2. Δειπνοσοφισταί, οι τίτλος έργου τού Αθηναίου … Dictionary of Greek
επαινετός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ναύαρχος του Πτολεμαίου του Λάγου (4ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον στρατηγό Άγι, κατέστειλε την επανάσταση που ξέσπασε το 312 π.Χ. στην Κυρήνη. 2. Συγγραφέας έργων μαγειρικής (1ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται από τον Αθήναιο.… … Dictionary of Greek